κάλλεα — κάλλος beauty neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλέαν — καλλέᾱν , καλλέας masc acc sg (attic epic doric aeolic) καλλέας masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλλε' — κάλλεα , κάλλος beauty neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κάλλει , κάλλος beauty neut nom/voc/acc dual (attic epic) κάλλεϊ , κάλλος beauty neut dat sg (epic ionic) κάλλει , κάλλος beauty neut dat sg κάλλεε , κάλλος beauty neut nom/voc/acc dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιά — και κάλλια και κάλλιο (Μ κάλλια και καλλιά και καλλέα) (συγκρ. βαθμός τού επίρρ. καλά, από τον συγκρ. βαθμό τού επιθ. κάλλιος*) 1. καλύτερα 2. περισσότερο 3. φρ. α) «κάλλια έχω» προτιμώ β) «για (τα) καλλιά μου, σου, του» κλπ. για το καλό μου, σου … Dictionary of Greek