καλλέα

καλλέα
καλλέᾱ , καλλέας
masc nom/voc/acc dual
καλλέας
masc voc sg
καλλέᾱ , καλλέας
masc voc sg (attic)
καλλέᾱ , καλλέας
masc gen sg (doric aeolic)
καλλέας
masc nom sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κάλλεα — κάλλος beauty neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλέαν — καλλέᾱν , καλλέας masc acc sg (attic epic doric aeolic) καλλέας masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλλε' — κάλλεα , κάλλος beauty neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κάλλει , κάλλος beauty neut nom/voc/acc dual (attic epic) κάλλεϊ , κάλλος beauty neut dat sg (epic ionic) κάλλει , κάλλος beauty neut dat sg κάλλεε , κάλλος beauty neut nom/voc/acc dual… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιά — και κάλλια και κάλλιο (Μ κάλλια και καλλιά και καλλέα) (συγκρ. βαθμός τού επίρρ. καλά, από τον συγκρ. βαθμό τού επιθ. κάλλιος*) 1. καλύτερα 2. περισσότερο 3. φρ. α) «κάλλια έχω» προτιμώ β) «για (τα) καλλιά μου, σου, του» κλπ. για το καλό μου, σου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”